άξονας

άξονας
Στη μηχανολογία, είναι όργανο που προορίζεται για τη μετάδοση κίνησης. Πιο συγκεκριμένα, ο περιστρεφόμενος ά. έχει προορισμό τη μετάδοση από το ένα άκρο του στο άλλο μιας ροπής στρέψης, που εφαρμόζεται σε ένα επίπεδο κάθετο στον ά. περιστροφής. Συνήθως αποτελείται από μια χαλύβδινη κυλινδρική ράβδο, συμπαγή ή κοίλη και με διάμετρο όχι αναγκαστικά σταθερή. H κυλινδρική αυτή ράβδος είναι εφοδιασμένη με δακτυλίους ασφαλείας, κυκλικές προεξοχές που εμποδίζουν πιθανές ολισθήσεις. Οι ά. διακρίνονται σε κινητήριους ά. και ά. μετάδοσης. Οι πρώτοι αποτελούν ουσιώδες τμήμα των κινητήριων μηχανών και των μηχανημάτων. Οι δεύτεροι αντίθετα δεν αποτελούν μέρος ούτε κινητήριων μηχανών ούτε μηχανημάτων, αλλά μεταδίδουν απλώς την κίνηση από τις πρώτες στα δεύτερα. Συνήθως οι ά. μετάδοσης έχουν σταθερή διάμετρο, είναι συμπαγείς και κατασκευάζονται από μαλακό χάλυβα. Μπορούν να δουλέψουν ζευγμένοι ώστε να μοιράζουν την κίνηση σε περισσότερα διαδοχικά στάδια και τότε διακρίνονται σε κύριους ά., σε ά. γραμμής και σε δευτερεύοντες ά. Για τις αλλαγές ταχύτητας ή για σταθερές ζεύξεις μεταξύ στοιχείων που περιστρέφονται χρησιμοποιούνται ά. με αυλακώσεις, των οποίων η επιφάνεια, όπως υποδηλώνει και η ονομασία τους, φέρει ορισμένο αριθμό αυλακώσεων. (Ανατ.) Ά. είναιη ονομασία του δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, που χρησιμεύει ως ά. για την περιστροφή της κεφαλής. (Μαθημ.) Ά. είναι η προσανατολισμένη ευθεία με βάση την οποία ορίστηκαν η αρχή μετρήσεων, η μονάδα μέτρησης και η θετική φορά. ά. αδράνειας. Ά. περιστροφής, για τον οποίο η συνισταμένη όλων των φυγόκεντρων δυνάμεων που τείνουν να μετατοπίσουν τη διεύθυνση του ά. ισούται με το μηδέν. ά. διανομής. Όργανο του κινητήρα εσωτερικής καύσης. ά. εργαλειομηχανών. Ά. που προορίζονται γενικά για να μεταδίδουν την περιστροφική κίνηση στο αντικείμενο ή στο εργαλείο της κατεργασίας. Για να δοθεί σε αυτούς μια πιο ακριβής ονομασία, συνοδεύονται πάντα από σαφή μνεία του έργου για το οποίο προορίζονται. Έχουμε έτσι τον αυτοκεντρούμενο ά., ο οποίος συγκροτεί το αντικείμενο ομόκεντρο προς τον ά. περιστροφής, ά. εργαλειοφορέα, τον πιο κοινό τύπο που χρησιμοποιείται στα δρέπανα, τον ά. που φέρει τις μυλόπετρες κ.ο.κ. ά., εύκαμπτος. Με τον χαρακτηρισμό αυτό είναι γνωστοί ειδικοί ά. μετάδοσης που κατασκευάζονται έτσι ώστε να είναι δυνατή η κάμψη και η μετακίνησή τους, αλλά συγχρόνως να μπορούν να μεταφέρουν χαμηλή ισχύ με στροφές όχι παραπάνω από 50.000 το λεπτό. Σχηματίζονται από ορισμένο αριθμό χαλύβδινων ελασμάτων στενά περιτυλιγμένων, που βρίσκονται μέσα σε ειδικό περίβλημα. Οι εύκαμπτοι ά. χρησιμοποιούνται στους μικρούς τροχούς των οδοντογιατρών, στην κίνηση φορητών εργαλείων, στα στροφόμετρα κλπ. ά. όρασης. Γραμμή που ενώνει το αντικείμενο που βλέπουμε με το πιο ευαίσθητο σημείο του αμφιβληστροειδούς. Η γραμμή περνά από το οπτικό κέντρο του ματιού. ά., στροφαλοφόρος. Τύπος κινητήριου ά., πολύ σημαντικός. Αποτελείται από ευθύγραμμα τμήματα τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με στοιχεία σχήματος U. Τα πρώτα λέγονται στροφείς· τα στοιχεία σχήματος U λέγονται στρόφαλοι και αποτελούνται από τους βραχίονες, κάθετους στον ά. περιστροφής, και το κομβίο στροφάλου που συνδέει τους βραχίονες και πάνω στο οποίο ενδεχομένως συναρμολογείται ο διωστήρας (μπιέλα). Ο στροφαλοφόρος α. χρησιμεύει για τη μετατροπή μιας παλινδρομικής κίνησης σε περιστροφική και το αντίστροφο· έχει πολλές εφαρμογές στους κινητήρες τόσο εξωτερικής όσο και εσωτερικής καύσης, στους συμπιεστές κλπ. Ανάλογα αν θα χρησιμοποιηθεί σε ταχείς κινητήρες ή σε κινητήρες μεγάλης ισχύος, οπότε θα πρέπει να εκτελεί ένα μεγάλο ή μικρό αριθμό στροφών το δευτερόλεπτο, αποτελείται από ένα μόνο κομμάτι ή από περισσότερα. Ο στροφαλοφόρος ά. των αυτοκινήτων κατασκευάζεται από χάλυβα με νίκελ ή με κράμα χρωμίου, νίκελ και μολυβδενίου, ή με άλλα παρεμφερή κράματα. Εξάλλου, επειδή πρέπει να έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αντοχής στην κρούση και στη φθορά, τα διάφορα μέρη του στροφαλοφόρου ά. υποβάλλονται σε κατάλληλες θερμικές επεξεργασίες. ά., τηλεσκοπικός. Σχηματίζεται από τη ζεύξη δύο ραβδωτών α., από τους οποίους ο ένας είναι κοίλος και ο άλλος συμπαγής. Ο τελευταίος εισχωρεί κατά ένα μέρος στον προηγούμενο. Ο ά. αυτός έχει μεταβλητό μήκος και χρησιμοποιείται π.χ. στις οριζόντιες φρέζες. ά. τροχών. Μηχανικό όργανο που σε ορισμένα οχήματα μεταδίδει τη φόρτιση από το πλαίσιο στους τροχούς, συνήθως διαμέσου ελαστικών διατάξεων, όπως είναι π.χ. τα ελασματικά ελατήρια. Μπορεί να είναι σταθερά συνδεδεμένος με τους τροχούς (σιδηροδρομικά οχήματα) ή με το πλαίσιο (άμαξες που κινούνται με ζωική έλαση). Στους τύπους των αυτοκινήτων που τους χρησιμοποιούν, διακρίνουμε τον μπροστινό και τον πίσω ά. Ο πρώτος λέγεται και διευθυνόμενος, γιατί στα άκρα του είναι τοποθετημένοι οι τροχοί, των οποίων η διεύθυνση είναι μεταβλητή ώστε να είναι δυνατή η οδήγηση του οχήματος. Ο δεύτερος λέγεται κινητήριος ά. και είναι κοίλος, για να είναι δυνατή η τοποθέτηση των οργάνων μετάδοσης της κίνησης στους πίσω τροχούς.
* * *
ο (AM ἄξων -ονος)
1. ευθύγραμμο στέλεχος στο κέντρο τροχού ή άλλου συμμετρικού σώματος
2. η κύρια διάμετρος στερεών σωμάτων
νεοελλ.
1. νοητή ευθεία γύρω από την οποία στρέφεται κάποιο σώμα
2. νοητή γραμμή γύρω από την οποία είναι διατεταγμένη συμμετρικά η μάζα σώματος ή αντικειμένου
αρχ.-μσν.
η νοητή γραμμή στο κέντρο της ουράνιας σφαίρας
αρχ.
στον πληθ. οἱ ἄξονες
1. ξύλινοι πίνακες των νόμων στην Αθήνα κατασκευασμένοι έτσι ώστε να περιστρέφονται (βλ. κύρβεις)
2. το μέρος του χαλιναριού που βρίσκεται γύρω από το στόμα του ζώου
3. ο δεύτερος σπόνδυλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παλαιό τεχνικό όρο που απαντά σε διάφορες ΙΕ. γλώσσες με ποικίλες καταλήξεις: *en- / -on- (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. ahsa), -ο- (πρβλ. αρχ. ινδ. aksa -, αβεστ. asa -), i (πρβλ. λατ. axis). Οι παραπάνω τ. προϋποθέτουν παρεκταμένη με s- μορφή θέματος από τη ρ. * - «θέτω σε κίνηση» (άγω). Το θέμα *aks- απαντά και στον τ. άμαξα καθώς και στο λατ. ala «φτερό» (< -aks -la).].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • άξονας — ο 1. φανταστική ευθεία γραμμή γύρω στην οποία κινείται κάθε σώμα που περιστρέφεται: Η Γη περιστρέφεται γύρω στον άξονά της. 2. το στέλεχος που βρίσκεται στο κέντρο των τροχών (αλλιώτικα άτρακτος) με το οποίο αυτοί γυρίζουν: Είχε πάθει ζημιά ο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἄξονας — ἄξων axle masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωριαίος άξονας — Λέγεται και άξονας του κόσμου. Πρόκειται για τη νοητή ευθεία γραμμή, που περνά από τους δύο πόλους γύρω από την οποία φαίνεται ότι γίνεται η ημερήσια κίνηση. Ο άξονας αυτός σχηματίζει γωνία με τον ορίζοντα, ίση με το πλάτος του τόπου. Παράλληλα… …   Dictionary of Greek

  • γυροσκόπιο — Στερεό που μπορεί να περιστρέφεται γρήγορα γύρω από έναν άξονα, ο οποίος διέρχεται από το κέντρο βάρους του. Το στερεό είναι επίσης συμμετρικό εκ περιστροφής γύρω από τον άξονα αυτό. Μία συνηθισμένη συσκευή γ. είναι αυτή στην οποία ο σφόνδυλος… …   Dictionary of Greek

  • αναλυτική γεωμετρία — Με τον όρο αυτό νοείται το σύνολο των μεθόδων που επιτρέπουν συστηματικά τη μετάφραση γεωμετρικών προβλημάτων σε προβλήματα αναλυτικά και, σε συνέχεια, τη γεωμετρική παράσταση των αποτελεσμάτων, τα οποία προκύπτουν. Ως θεμελιωτές της α.γ.… …   Dictionary of Greek

  • διδυμία — Όρος που χρησιμοποιείται στην κρυσταλλογραφία και αναφέρεται στη σύμφυση δύο κρυστάλλων του ίδιου σώματος, η οποία γίνεται σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, χαρακτηριστικούς για κάθε κρυσταλλικό σύστημα. Οι δύο αυτοί κρύσταλλοι ονομάζονται δίδυμοι.… …   Dictionary of Greek

  • θεοδόλιχος — Τοπογραφικό όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση, με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια, των αζιμουθιακών και ζενιθιακών γωνιών, που είναι απαραίτητες για τον τριγωνισμό, δηλαδή τον προσδιορισμό της θέσης σημείων της γήινης επιφάνειας, τα οποία έχουν… …   Dictionary of Greek

  • παραβολή — Διδακτικό αλληγορικό είδος της λογοτεχνίας, που με βάση τα γενικότερα χαρακτηριστικά του συγγενεύει με το παραμύθι. Από την άποψη του περιεχομένου, η π. διακρίνεται από την έλξη της προς το βάθος της θρησκευτικής και ηθικής σοφίας. Σε παλαιότερες …   Dictionary of Greek

  • συντεταγμένες — Ο όρος χρησιμοποιείται, ιδιαίτερα, στην αναλυτική γεωμετρία. Έστω x’Ox μια ευθεία, όπου Ο ένα δεδομένο σημείο της (Σχ. 1), θετική φορά πάνω σ’ αυτή η φορά προς το x, και Θ ένα σημείο ως παράσταση του αριθμού 1· η ευθεία x’Ox ονομάζεται… …   Dictionary of Greek

  • κώνος — I (Γεωλ.). Σχηματισμοί που δημιουργούνται από υδάτινα ρεύματα, κυρίως χειμαρρώδους χαρακτήρα, όταν από μια απρόοπτη μείωση της κλίσης της κοίτης ελαττώνεται η ταχύτητα του νερού, με αποτέλεσμα να αποτίθενται υπό μορφή βεντάλιας (ριπιδίου) ή κ. τα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”